- σκιαγραφικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στη σκιαγραφία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκιαγραφικός — ή, ό / σκιογραφικός, ή, όν, ΝΑ [σκιαγράφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην σκιαγραφία ή γίνεται με σκιαγραφία νεοελλ. φρ. «σκιαγραφική ουσία» ιατρ. ουσία συγκριτικά αδιαφανής στις ακτίνες Χ η οποία, όταν εγχυθεί σε ένα όργανο ή σε έναν ιστό,… … Dictionary of Greek
σκιαγραφικόν — σκιαγραφικός illusively painted masc acc sg σκιαγραφικός illusively painted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιαγραφικῶς — σκιαγραφικός illusively painted adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՍՏՈՒԵՐԱԳԻՐ — (գրի, գրեաց.) NBH 2 0753 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c ա.գ. σκιαγράφος umbrae descriptor, aliquid adumbrans. Գծագրօղ եւ նկարագրօղ զնմանութիւն ինչ ստուերակերպ. *Ստուերագրացն անպտուղ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)